παρεξοδεύω

παρεξοδεύω
Μ
1. βαδίζω έξω από τον κύριο δρόμο
2. απομακρύνομαι από τον κύριο δρόμο, λοξοδρομώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐξοδεύω «βγαίνω έξω από τον δρόμο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”